ντουρής
Смотреть что такое "ντουρής" в других словарях:
ντορής — και ντουρής, ο άλογο με κόκκινο τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. doru] … Dictionary of Greek
ντορής — και ντουρής, ο άλογο με κόκκινο τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. doru] … Dictionary of Greek